Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

ΛΟΓΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟ-ΟΜΑΔΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Λοιπόν αυτό είναι το κείμενο μέχρι τώρα, με ένα ελαφρύ, ανεπαίσθητο  ρετουσάρισμα γιατί κάποιοι δε διαβάζουν καν τι έχει γράψει ο προηγούμενος και γράφουν χωρίς καμία σύνδεση. Εδώ θα δημοσιεύεται το ομαδικό κείμενο διήγημα, νουβέλα ή μυθιστόρημα. Χωρίς άγχος συνεχίζουμε...




Ο ήλιος κόντευε να δύσει πίσω από το βουνό. Ο Κίτσος κοίταξε ανήσυχος τριγύρα και σφύριξε στα πρόβατα να βιάσουν το βήμα τους.Τι υπέροχα χρώματα που έχει το ηλιοβασίλεμα!  Ήταν ένα δειλινό αλλιώτικο από τα άλλα. Ο ήλιος άγγιζε σα χάδι το τραχύ πρόσωπο του Κίτσου. Τα πρόβατα κατάλαβαν. Βίασαν το βήμα τους φεύγοντας από το λιβάδι με τις χοντρές κουδούνες να αντηχούν σαν καμπάνες που καλούν σε εσπερινό. Ευχαριστημένος ο Κίτσος έστριψε τη μουστάκα του κι αναλογίστηκε πόσο ευτυχισμένος ήταν σ' αυτόν τον τόπο. Ευθύς σταυροκοπήθηκε κι έφτυσε τον κόρφο του. Μη το γρουσουζεύεις. Δεν είναι σκέψεις τούτες κάτω απ' τον ουρανό. Ο γερο-Θεός ακούει και τιμωρεί την μακάρια ευτυχία, έλεγε πάντα η μάνα του. Η μάνα του... αυτή η γυναίκα που στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Κάθε φορά που μιλούσε, ο λόγος της ήταν σαν να βγήκε από στόμα αγίας.

Είχε σουρουπώσει για τα καλά όταν έκλεισε τα πρόβατά του στο μαντρί και τέλειωσε με τις δουλειές της ημέρας. Αφού πήρε νερό από την βαρέλα και πλύθηκε καλά, έσυρε τα βήματα του προς το κατώι κι ύστερα έπιασε το σουραύλι κι έπαιξε ένα βουκολικό άσμα.
 -Aχ να είχα και μια γυναίκα, σκεφτόταν καθώς έπαιζε.
 Γυναίκα! άπιαστο όνειρο! μονολόγησε. Ποια θα άντεχε μαζί του με τέτοια άγρια ζωή και ποια θα θυσίαζε τον εαυτό της για κείνον; Στενοχωρήθηκε. Άφησε κάτω το καλάμι και έπλεξε τα χέρια πίσω στο κεφάλι. Έκλεισε τα μάτια κι ο νους του έκανε μια βόλτα στο πανηγύρι. Στο πανηγύρι που είχε πρωτοδεί την όμορφη Βασίλω! Όση ώρα ο Κίτσος σκεφτόταν την Βασίλω και αναστέναζε, η γριά μάνα του έστρωνε το τραπέζι. Κινιόταν τόσο αργά που στον Κίτσο φαινόταν σαν φάντασμα. Ψωμί τυρί, ελιές και λίγο κρέας ψητό. Μεινεμένο απ τα προχθές. Η Βασίλω ήταν παντρεμένη με τον Μήτρο, μα ο Κίτσος την ερωτεύθηκε από τη πρώτη στιγμή που την είδε κι ας αυτό αντίβαινε στους νόμους της φάρας του. Κι εκείνη όμως είχε μείνει ακίνητη να τον κοιτάζει, δίχως καν ένα βλεφάρισμα, για να μην χάσει την πράσινη ηλιαχτίδα και να κάνει μιαν ευχή. Η μάνα, κούτσα κούτσα, έσυρε τα πόδια της στο πλυσταριό, να πλύνει τα πιάτα. Άξαφνα ο Κίτσος ανατρίχιασε κι ας το σκεφτόταν  καιρό. Θα την έβλεπε και φέτος στο πανηγύρι! Σε δυο μέρες!  Ναι, επιτέλους μετά από τόσον καιρό! Ήθελε μονάχα να τη δει, τίποτε άλλο. Ήξερε ότι αυτό ήταν λάθος αλλά δεν άντεχε στην ιδέα να μην τη δεί έστω και κλεφτά. Η μάνα του αναστέναξε βαθιά. Σα να κατάλαβε ότι κάτι κακό έφερνε ο αέρας που κατέβαινε από το βουνό. Ο Κίτσος, έσβησε τη λάμπα και έπεσε στη ζεστή φλοκάτη, αδημονώντας για τη στιγμή που θα ξαναδεί την όμορφη Βασίλω. Έπρεπε όμως να φτιάξει σχέδιο. Πώς θα πάει, πού θα κρυφτεί, πώς θα φανερωθεί μπροστά της, τι θα φοράει και σίγουρα έπρεπε να πάρει μαζί του το λάζο. Δε ξέρεις τι γίνεται. Μέσα στο μισοσκόταδο είδε τη μάνα του γονατισμένη μπροστά στα εικονίσματα να προσεύχεται με προσήλωση. Έκανε και αυτός τον σταυρό του και γύρισε πλευρό αναστενάζοντας, αποφασισμένος για όλα...

Ο Άλεξ ξύπνησε απότομα και αφού συνειδητοποίησε πού βρίσκεται, γέλασε πολύ με το βουκολικό του όνειρο, να έχει δει πως ήταν κάποιος Κίτσος σε μια παλιά εποχή, που αγαπούσε μια παντρεμένη Βασίλω. Άλλο και τούτο πάλι! Αλλά τι όμορφο όνειρο ήταν αυτό! Σαν νεράιδα η Βασίλω. Σαν αυτές τις κυράδες των νερών που του λεγε η γιαγιά του όταν ήταν μικρός. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άνοιξε το λάπτοπ. Στη λίγη ώρα που είχε πριν φύγει για τη δουλειά σε μια χρηματιστηριακή εταιρεία, αποφάσισε να καταγράψει το όνειρο του για να μην το ξεχάσει.  Η Βασίλω ήταν όμορφη και ψηλοκαπουλάτη. Στο μυαλό του ήταν αποτυπωμένα αυτά τα αμυγδαλωτά, υγρά μάτια που ακόμα ένιωθε το βλέμμα τους να τον χαϊδεύει. Σκέφτηκε να περάσει από το φίλο του τον ζωγράφο.Θα τον βοηθούσε αν του ζωγράφιζε σε ένα πίνακα αυτό το βλέμμα. Για να μη χαθεί, να μείνει για πάντα. Ναι, πρέπει να πάει όσο η ανάμνηση είναι ακόμα νωπή. Μπλεγμένος τόσα χρόνια μέσα στα χρηματιστηριακά γρανάζια, σ' έναν κόσμο σκληρό μα συνάμα ψεύτικο, είχε χάσει την αυθεντικότητα και αυτή η γυναίκα του ονείρου, που το πρόσωπό της θυμόταν ακόμη τόσο έντονα, σα να είχε ξυπνήσει μέσα του κάτι πρωτόγνωρο. Πόσο θα ήθελε να μη ξυπνούσε ποτέ απ' αυτό το όνειρο. Είχε ξυπνήσει ιδρωμένος κι ήταν ένα όνειρο σα θάλασσα βαθιά που τον κατάπινε στα βάθη της! Έμοιαζε με μάχη στα κύματα! Άπιαστο όνειρο η Βασίλω! Γοργόνα στο μυαλό που η εικόνα της του έσφιγγε τη καρδιά σα μέγγενη ! Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Πόσο διαρκεί ένα όνειρο; Λίγα μόλις λεπτά. Μα η νύχτα ατέλειωτη και βασανιστική ίσως απόλαυση στο ανεκπλήρωτο σεβντά; Πούναι να φέξει; Δεν αλυχτούν και τα σκυλιά. Δεν σκούζουν τα τσακάλια. Λες και σταμάτησε η νύχτα καταμεσής, έτσι είχε νιώσει! Πώς θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο; 
Κι όμως . Όνειρο ξόνειρο έπρεπε πια να σηκωθεί. Έναν εσπρέσο και γραμμή για το κέντρο της Αθήνας. Εκεί που τα πρόβατα και τα γαλάρια αλλάζουν χέρια στη στιγμή. Πούλα. Αγόρασε. Σοφοκλέους. Τα πάντα τελικά είναι τίτλοι που αλλάζουν χέρια στη στιγμή, συναίσθημα δε χωρά. Μόνο το κέρδος μετρά.Την ώρα που οδηγούσε το αυτοκίνητο μέσα στην αναθεματισμένη κίνηση της Αθήνας, σκέφτηκε ξανά το όνειρό του, τα όμορφα τοπία πάνω στα βουνά, την απόλυτη αίσθηση ελευθερίας, κάτι που δεν είχε νιώσει ποτέ σ' αυτή τη κωλοπόλη. Κακούργα Αθήνα! Του είχε φάει τη ζωή. Αδημονούσε. Ήθελε να έρθει πάλι βράδυ, να κοιμηθεί, να ξαναονειρευτεί. Ήταν σίγουρος. Θα έβλεπε τη συνέχεια του ονείρου. Μα μέχρι τότε έπρεπε να δουλέψει, γι' αυτό χαιρέτησε μ' ένα κρύο χαμόγελο τη Μάγδα τη γραμματέα του και μπήκε στο γραφείο του.

 Η μέρα ήταν κοπιαστική γεμάτη ένταση και κείνος  αδημονούσε για το βράδυ. Κατά τις πέντε το απόγευμα πήγε στον φίλο του τον ζωγράφο να ζωγραφίσει την ασύλληπτη γυναικεία μορφή που είχε ονειρευτεί την περασμένη νύχτα. Ο φίλος του αρχικά γέλασε. Ο Αλεξ όμως με μάτια που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα επέμενε.
-Να την ζωγραφισεις. Εγώ θα σου περιγραφω και συ θα εκφράζεις τη σκέψη μου, το πάθος μου στον καμβά σου!
Όσο κι αν προσπάθησαν όμως -ο Άλεξ έφυγε μαύρα μεσάνυχτα από το σπίτι του φίλου του- δεν κατάφεραν σπουδαία πράματα, σημάδι πως η μορφή της Βασίλως ήταν πραγματικά ασύλληπτη και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να αποτυπωθεί πουθενά. Υπήρχε μόνο στο μυαλό του Άλεξ, μέσα στο όνειρό του μονάχα και μάλιστα σε έναν άλλον τόπο και σε άλλον χρόνο. Ήταν άχρονη και άτοπη αυτή η μάγισσα Σαρακατσάνα.
Aποκαρδιωμένος γύρισε σπίτι του.Ο χώρος ήταν βουβός, ήσυχος. Άναψε το φως αλλά το μετάνιωσε. Τράβηξε την κουρτίνα και προτίμησε να τον συντροφέψει το φεγγάρι που ολόγιομο φώτιζε τη νύχτα κι έριχνε ασημένια λάμψη στο σιωπηλό δωμάτιο. Πόσο του άρσεσε αυτή η ησυχία! Υπήρχε τόσος ταραχή μέσα του που αυτή η γαλήνη του έκανε καλό. Έβαλε ένα ποτό. Πήγε στην μπαλκονόπορτα, την άνοιξε και κάθισε στον καναπέ της βεράντας. Άφησε τις σκέψεις του να ξεχυθούν. Ήταν φανερό ότι κάποιο είδος μαγείας του είχε ασκηθεί. Δεν είναι δυνατόν ένα όνειρο να τον είχε επηρεάσει τόσο.
Την πουτάνα! Ξαφνικά θυμήθηκε την πρώην του που τον είχε κερατώσει. Σε καιρό μάλιστα που είχαν αποφασίσει να επισημοποιήσουν μια σχέση τριών χρόνων. Την είδε ο ίδιος με τα μάτια του. Στο κρεβάτι που βρίσκονταν μαζί. Είχε γυρίσει πιο γρήγορα από επαγγελματικό ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Της είχε πάρει λουλούδια και ήθελε να της κάνει έκπληξη. Χρησιμοποίησε τα κλειδιά που η ίδια του είχε δώσει για να μπαίνει σπίτι της. Τέτοια εμπιστοσύνη. Μπαίνοντας την άκουσε να σκούζει σαν ύαινα. Είχαν περάσει κιόλας οκτώ μήνες από τότε, μα δεν είχε πνίξει ακόμα την οργή του. Ξαφνικά του ήρθε να σβουρίξει το ποτήρι με το ποτό στο τζάμι, μα τόριξε ξαφνικά στα μούτρα του! Ήταν μια πράξη όμως, που τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
- Τύφλα στα μούτρα μου, είπε! Τρία χρόνια είχαν λήξει άδοξα.
Έκανε ένα ντους και ξάπλωσε. Στο μυαλό του όμως ήταν συνεχώς η Βασίλω! 
-Θα ζήσω άραγε ξανά την μάχη του βυθού; Θα ζήσω ξανά αυτό το έντονο όνειρο; αναλογίστηκε.  Αναρίγησε στη σκέψη της. Φαντάστηκε να τη σφίγγει στην αγκαλιά του κι' εκείνη στα χέρια του άπραγη, αδύναμη. Μ' αυτές τις σκέψεις και μ' αυτές τις εικόνες, έκλεισε κουρασμένος τα μάτια του... 

Ήταν η μέρα που περίμενε. Η μέρα του πανηγυριού! Φόρεσε τα γιορτινά του, ζώθηκε το λάζο και το κουμπούρι -έτσι τόθελε η παράδοση να εμφανίζεται ένας άντρας, δεν το 'κανε επί τούτου-, φίλησε τη μάνα και κίνησε καβαλάρης για την πλατεία του χωριού, όπου είχε από νωρίς στηθεί το πανηγύρι. Σαββατόβραδο, το γλέντι είχε ανάψει γύρω απ' τη συμβολική πυρά που έκαιγε ως τον σκοτεινό ουρανό και χόρευαν τριγύρα σαν τους σειληνούς και τις μαινάδες. Άρχισαν τα όργανα, οι πίπιζες, τα κλαρίνα! Άρχισε να χορεύει και η καρδιά του Κίτσου. Το βλέμμα του όμως ήταν σκοτεινό σαν τον ουρανό καθώς προσπαθούσε να σταματήσει τις σκέψεις που έκαναν το αίμα του να βράζει. Και τότε ένιωσε μια ματιά μαύρη σαν το έρεβος να ζεματάει το σβέρκο του. Γύρισε άξαφνα και την είδε να χορεύει γύρω απ' τη γιορταστική πυρά. Χόρευε και τον κοίταζε, μετά φούρλιζε ναζλίδικα και λίκνιζε το κορμί σαγηνευτικά, με αφοπλιστική φυσικότητα, δήθεν αδιάφορη. Κεραυνός έπεσε στο κεφάλι του Κίτσου! Δυό σκέψεις αστραπή. Να την σκοτώσω ή να την κλέψω; Πως να την σκοτώσω που δεν είμαι γω φονιάς ; πως να τήνε κλέψω και να γενώ φυγάς ; Ενόσω σκεφτόταν όλα αυτά, ο Μήτρος ο άντρας της, που είχαν μια μακρυνή κουμπαρια, ήρθε στο τραπέζι του με ένα μπουκάλι κρασί. Ένα αγριεμένο δάγκαμα ζήλειας ξέσκισε του Κίτσου τα σωθικά. Μα κατάφερε να συγκρατηθεί και να χαμογελάσει εγκάρδια, σάμπως να χάρηκε που τον είδε. Ηξερε πια.Οι βαθιές ματιές της τον είχαν επιβεβαιώσει. Η αντικατάσταση στην καρδιά της Βασίλως είχε γίνει. Μαχαίρι κοφτερό. Και ας έστεκε όρθια. Έτρεμε σαν το φύλλο στον βοριά! Οι ματιές των δύο αντάμωναν. Και τα κορμιά λυγούσαν. Μια σπίθα έφτανε για να πάρει το μπαρούτι φωτιά. Ποιος τάχα θα κάνει την πρώτη κίνηση;

Ξαφνικά εκείνη σταμάτησε να χορεύει και αφού πέρασε σχεδόν επιδεικτικά από μπροστά του κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια, κατευθύνθηκε προς τη βρύση. Αν αυτό δεν ήταν πρόκληση τότε τι ήταν; Η βρύση βρισκόταν λίγο κάτω από την πλατεία που είχε στηθεί ο χορός. Τώρα θα ήταν έρημη και θα φωτιζόταν μονάχα από το φεγγάρι. Η Βασίλω τον είχε προκαλέσει σχεδόν φανερά, να την ακολουθήσει!

ΛΟΓΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟ-ΟΜΑΔΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Λοιπόν αυτό είναι το κείμενο μέχρι τώρα, με ένα ελαφρύ, ανεπαίσθητο  ρετουσάρισμα γιατί κάποιοι δε διαβάζουν καν τι έχει γράψει ο προηγο...